- καρτσί(ν)
- καρτσί(ν), τὸ (Μ)1. βενετικό νόμισμα2. χρήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carzia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek